- ῥήξεως
- ῥή̱ξεω̆ς , ῥῆξιςbreakingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκσπλάγχνωση — η 1. η αυτόματη έξοδος τών σπλάγχνων εξαιτίας ρήξεως ουλής λαπαροτομίας 2. η διάνοιξη τού θώρακα και τής κοιλιάς νεκρού εμβρύου με σκοπό την αφαίρεση τών σπλάγχνων του και διευκόλυνση τής εξαγωγής του σε περίπτωση δυστοκίας … Dictionary of Greek
ραγάδα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / ῥαγάς, άδος, ΝΜΑ 1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά 2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή τού… … Dictionary of Greek